- ακατάτακτος
- -η, -ο (Α ἀκατάτακτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) [κατατάσσω]εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσεινεοελλ.1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ.2. ο ατακτοποίητος«ακατάτακτος βιβλιοθήκη»αρχ.ο ακαθάριστος (ως οικονομικός όρος)«ἀκατάτακτοι πρόσοδοι».
Dictionary of Greek. 2013.