ακατάτακτος

ακατάτακτος
-η, -ο (Α ἀκατάτακτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάταχτος) [κατατάσσω]
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατατάξει στη σωστή θέση, να προσδιορίσει
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει καταταχθεί στον στρατό, στο ναυτικό κ.λπ.
2. ο ατακτοποίητος
«ακατάτακτος βιβλιοθήκη»
αρχ.
ο ακαθάριστος (ως οικονομικός όρος)
«ἀκατάτακτοι πρόσοδοι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάτακτος — not reduced to order masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατατάκτως — ἀκατάτακτος not reduced to order adverbial ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάτακτον — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc sg ἀκατάτακτος not reduced to order neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατατάκτου — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατατάκτους — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατατάκτων — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατατάκτῳ — ἀκατάτακτος not reduced to order masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάτακτα — ἀκατάτακτος not reduced to order neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”